- χεροβολιά
- η, Ν1. το να πιάνει κανείς κάτι με το χέρι, λαβή, πιάσιμο2. χερόβολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χερόβολο + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χεροβολιά — η βλ. χερόβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δράγμα — ( ατος), το (AM δράγμα, το Μ και δράγμα και δράμα, η) [δράττομαι] η ποσότητα που μπορεί κάποιος να κρατήσει στο χέρι του, «φούχτα», χεροβολιά, δραξιά μσν. μικρή, ελάχιστη ποσότητα αρχ. 1. δέμα, δεμάτι 2. αθέριστο σιτάρι, σπαρτό 3. οι πρώτοι… … Dictionary of Greek